- θρυπτικῶς
- θρυπτικόςable to breakadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρυπτικός — ή, ό (Α θρυπτικός, ή, όν) [θρύπτω] 1. ικανός στο να συντρίβει 2. εύθραυστος αρχ. (για ανθρώπους) 1. τρυφηλός, μαλθακός, φιλήδονος 2. σκληρός, αυθάδης. επίρρ... θρυπτικώς (Α θρυπτικῶς) με τρόπο τρυφηλό, με μαλθακότητα … Dictionary of Greek